Καθώς ο αθλητισμός (αγωνιστικός και μη) είναι ικανός συχνά να θέτει ή και να τροποποιεί τα όρια στην συμπεριφορά μας εντός κοινωνίας, ωθεί τις πράξεις μας προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις μέσα σε αυτή. Η καλλιέργεια του αθλητισμού, μέσα σε μία κοινωνία την χαρακτηρίζει, την μεταβάλει και μπορεί σίγουρα να χαρακτηριστεί μια από τις κύριες κοινωνικές της δομές.
Από την νηπιακή ηλικία όπου κάποιος μαθαίνει να κολυμπά ή να παίζει με μία μπάλα για την ορθολογική ανάπτυξη των συστημάτων του οργανισμού του, μέχρι την μέση ή και Τρίτη ηλικία που ο άνθρωπος ασκείται για λόγους υγείας ως μέσο βελτίωσης της ποιότητας ζωής, το πηγαίο ένστικτο για εξέλιξη και τελειοποίηση, ωθεί τον άνθρωπο στην βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων. Συχνά, ακόμη και σε προσπάθεια της συνεχούς επίτευξης νέων προσωπικών –αθλητικών στόχων.
Ο γονότυπος με τον οποίο μας «προίκισαν» οι γονείς μας, θα έχει και τον κυρίαρχο ρόλο στην μελλοντική εξέλιξη ενός ανθρώπου σε όλες τις παραμέτρους, κατά συνέπεια και των αθλητικών μας επιδόσεων. Κατά την διάρκεια των νεανικών χρόνων, η βιολογική ανωτερότητα του οργανισμού είναι δεδομένη. Απεριόριστες ικανότητες μάθησης για το σώμα και το μυαλό ενώ η αυξημένη ικανότητα προσαρμοστικότητας του οργανισμού μπορεί να αφομοιώσει και να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο τα προπονητικά ερεθίσματα. Αν όλα τα παραπάνω συνδυαστούν με ορθή ψυχολογική και συναισθηματική καθοδήγηση υπάρχουν οι καλύτερες προδιαγραφές, όχι απλά για την βέλτιστη επίδοση αλλά και για την συνεχή εξέλιξή της.
Στον αντίποδα υπάρχει ένας μεγάλος πληθυσμός ανθρώπων που καταφέρνουν καθημερινά, παρά τις εργασιακές και οικογενειακές υποχρεώσεις να ασκούνται σε ρυθμούς που θα ζήλευε ο καθένας. Οι αξιέπαινες αυτές προσπάθειες σίγουρα θα χορηγηθούν από τις γενετικές καταβολές, που κι εδώ παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο και είναι ικανές να ενθαρρύνουν ή να αποθαρρύνουν αξιόλογες αθλητικές επιδόσεις. Αδιαμφισβήτητα η πάροδος του χρόνου στο ανθρώπινο σώμα προξενεί άπειρες μεταβολές, έως και φθορές. Μετά την πάροδο σχεδόν, των πρώτων είκοσι χρόνων της ηλικίας του ανθρώπου οι ορμονικές λειτουργίες φθίνουν και συμπαρασύρουν έκπτωση στην λειτουργικότητα των συστημάτων του οργανισμού. Μπορούμε να πούμε κάπου εδώ ότι τον πλέον κυρίαρχο ρόλο για την βελτίωση ή και την ικανότητα να ασκείται κάποιος, παίζει η μεθοδολογία με την οποία θα επιδιώκει να γυμναστεί. Εάν λοιπόν στην νεαρή ηλικία η εξατομίκευση του προπονητικού πλάνου είναι χρήσιμη, σε μεγαλύτερες ηλικίες είναι επιβεβλημένη.
Αξιολόγηση του επιπέδου υγείας, προγραμματισμός του εφικτού χρόνου ενασχόλησης με το άθλημα / σπόρ, ρεαλιστική αγωνιστική στοχοθεσία, συνεχής ανατροφοδότηση ακόμη και ψυχολογική ενίσχυση είναι μοναδικά στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη από τους πιο ώριμους ηλικιακά. Καθώς οδηγούμαστε προς την συνεχή βελτίωση ή την απλή συμμετοχή ο τρόπος που γυμναζόμαστε είναι ο μοναδικός -θεμιτός, παράγοντας που μπορούμε να επηρεάσουμε.





