Λέγοντας αφυδάτωση εννοούμε την απώλεια κανονικής ποσότητας νερού ή υγρασίας από τον οργανισμό ενώ με τον όρο υπερενυδάτωση ακριβώς το αντίστροφο. Τον πλεονασμό δηλαδή νερού ή υγρών στον οργανισμό που αν συνδυαστεί και με απώλεια ηλεκτρολυτών (πχ μέσω της εφίδρωσης) μπορεί να οδηγήσει σε υπονατριαιμία που έχει τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία με την αφυδάτωση.
Στον ασκούμενο, τα αποτελέσματα της αφυδάτωσης γίνονται αντιληπτά όταν χάσει το 2% (λόγω απώλειας υγρών) του βάρους του ενώ όταν η μείωση αγγίξει το 5% τότε η μείωση στο παραγόμενο έργο φτάνει στο 30%. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε ορισμένες έρευνες, απώλεια 2,5% του βάρους προκάλεσε μέχρι και 45% έκπτωση στο παραγόμενο έργο.
Η αφυδάτωση στον οργανισμό έχει αρνητικά αποτελέσματα που εξακολουθούν με μορφή ντόμινο. Καθώς μειώνονται τα σωματικά υγρά μειώνεται και ο όγκος του αίματος που κυκλοφορεί στο σώμα. Το αίμα, κατά προτεραιότητα διοχετεύεται στους εργαζόμενους μύες, παρέχοντας τους οξυγόνο, θρεπτικά συστατικά και παράλληλα ισοσκελίζοντας τη θερμοκρασία σε αυτούς. Με αυτό τον τρόπο όμως, αφήνει τους επιδερμικούς μύες πτωχότερους σε αιμάτωση και εκτεθειμένους σε περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας.
Κατά τη διάρκεια της άσκησης η ισορροπημένη λήψη υγρών και ηλεκτρολυτών θα προσδιορίσουν την επίδοση κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Ενώ πριν μερικά χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί το αθλητικό ποτό με την ιδανική αναλογία νερού, ηλεκτρολυτών και γεύσης (δεδομένου ότι ο ασκούμενος πρέπει να επιδιώκει την κατανάλωσή του ώστε να καρπωθεί τα οφέλη του ποτού). Πλέον έχουνε γίνει πολλά και σημαντικά βήματα που όμως σε πολύωρους αγώνες, εξακολουθούν να μη μπορούν να καλύψουν εξολοκλήρου τις ανάγκες του οργανισμού. Για παράδειγμα σε έναν ολοήμερο αγώνα που οι απαιτήσεις του οργανισμού συνεχώς θα μεταβάλλονται: Εκκίνηση νωρίς το πρωί (χαμηλή θερμοκρασία) το διάλυμα θα πρέπει να διαφέρει από το διάλυμα το μεσημέρι (υψηλή θερμοκρασία) και ενδεχομένως να πρέπει να διαφοροποιηθεί ξανά όταν η θερμοκρασία ξαναπέσει το απόγευμα ή και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η εξίσωση της ιδανικής ενυδάτωσης είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Δεν είναι λίγες οι έρευνες σε πολύωρους αγώνες που έχουνε δείξει ότι αρκετοί συμμετέχοντες (συνήθως οι λιγότερο καλά προετοιμασμένοι) τερματίζουν με συμπτώματα υπερθερμίας. Αυτή μπορεί να οφείλεται είτε σε μειωμένη λήψη νερού, είτε σε υπερενυδάτωση, αυξημένη δηλαδή λήψη νερού, αλλά όχι και αντίστοιχη λήψη ηλεκτρολυτών (κυρίως νατρίου).
Η χρησιμότητα των ηλεκτρολυτών και κυρίως του νατρίου, παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με την λήψη νερού. Καθώς το νάτριο είναι το κυρίαρχο ιόν στο εξωκυτταρικό υγρό, είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση του δυναμικού των μεμβρανών, μια διαδικασία στον οργανισμό, η οποία μπορεί να απαιτεί μέχρι και το 40% του συνολικά παραγόμενου ΑΤΡ στους ενήλικες. Το νάτριο είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της ορθής αιματικής ροής στους ιστούς. Συμβάλει στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών (αμινοξέα, υδατάνθρακες) και παίζει καθοριστικό ρόλο στη σύσταση των γαστρικών υγρών (ΗCL).
Οι ασκούμενοι κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ή κάθε προπόνησης, ανεξάρτητα από το επίπεδο τους, πρέπει να αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά την άρρηκτη σχέση νερού και ηλεκτρολυτών. Στη προσπάθεια να εξισορροπήσουν το νερό και τους ηλεκτρολύτες που χάνουν μέσω της εκπνοής και εφίδρωσης μία δοσολογία 1 – 5 gr Νατρίου / λίτρο προσλαμβανόμενου νερού δείχνει να είναι ιδανική. Είναι μία αναλογία ανάμεσα σε αυτή που συνήθως περιέχουν τα αθλητικά ποτά και πολύ κοντά σε αυτή που δίνεται για τη θεραπεία της αφυδάτωσης σε ασθενείς, αποδεικνύοντας τις τεράστιες απώλειες υγρών και ηλεκτρολυτών που μπορεί να προκαλέσει η έντονη σωματική δραστηριότητα σε ήπιο και θερμό περιβάλλον.





