Αφήνοντας πίσω πια, εκτός από το χειμώνα και το πρώτο μήνα της άνοιξης, έρχονται για τους αθλητές βουνού και οι αλλαγές στη προετοιμασία τους. Ξεκινώντας τη προαγωνιστική περίοδο, η προπόνηση, αλλάζει και αρχίζει να δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο χαρίζοντας άφθονες στιγμές πόνου. Ανεξάρτητα από το προπονητικό επίπεδο του καθένα ,οι μεγάλες, ήρεμες και πολλές φορές με κουβεντούλα προπονήσεις, δίνουν τη θέση τους σε ήπια και έντονα interval που μπορούν να μας κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη. Η ανασφάλεια για το αν το πρόγραμμα που ακολουθείται είναι το σωστό και οι αμφισβητήσεις για τις προπονητικές οδηγίες είναι εντονότερες τώρα από κάθε άλλη αθλητική περίοδο καθώς κάθε προπόνηση έχει πλέον αυξημένο σωματικό και ψυχικό κόστος.
Το πιο σύνηθες θέμα συζήτησης ανάμεσα σε αθλητές και οικείους των αγωνισμάτων βουνού, εξακολουθεί να παραμένει το εάν το τρέξιμο ή το βάδην είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μετακίνησης σε έναν αγώνα τέτοιου είδους. Πολλές ιδέες, και συμβουλές ακούγονται από τους ειδήμονες του χώρου, σπάνια όμως είναι τεκμηριωμένες με επιστημονικά δεδομένα. Αυτό επιδεινώνει την ανασφάλεια των πιο νέων στο χώρο που τους ενδιαφέρει ένα σωστά δομημένο προπονητικό πρόγραμμα με σαφείς και σωστές οδηγίες για τη δημιουργία μιας σωστής βάσης στο αγώνισμα. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις βασικότερες διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές κίνησης στα πλαίσια ενός αγώνα βουνού.
Βασικό χαρακτηριστικό της βάδισης του ανθρώπου είναι η ταυτόχρονη επαφή με το έδαφος και των δύο ποδιών του. Η ταυτόχρονη επαφή με το έδαφος δίνει χαμηλότερη συχνότητα διασκελισμών ανά λεπτό, άρα και μεγαλύτερους χρόνους διάρκειας μυϊκής σύσπασης. Οι απαιτήσεις σε αίμα των ισχύων καλύπτοντα σε μεγάλο βαθμό από αυξημένο όγκο παλμού του μυοκαρδίου (συγκριτικά με το τρέξιμο), ενώ η χαμηλότερη συχνότητα μυϊκών συσπάσεων επιτείνει τη σχετική ‘’στασιμότητα’’ της αιματικής ροής με αποτέλεσμα τη βραδύτερη αποδόμηση του γαλακτικού οξέως από τους εργαζόμενους μύες. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και από απόλυτες μετρήσεις, αναφορικά με το ενεργειακό κόστος το οποίο, σε εξαιρετικά χαμηλές ταχύτητες (<1.3 m /sec) εμφανίζει σημαντική αύξηση.
Κατά τη διάρκεια της βάδισης, κυρίως σε μεγάλες ανηφορικές κλίσεις, οι αθλητές συνηθίζουν να στηρίζουν το βάρος του κορμού στα ισχία, ασκώντας πίεση στους πρόσθιους μηριαίους, αυξάνοντας τη μυϊκή τάση και το συνολικά παραγόμενο έργο. Μια αύξηση στη παραγόμενη ισχύ τείνει να δίνει και ταχύτερους χρόνους αναβάσεων, όπως ταχύτερους χρόνους σε αναβάσεις , με μειωμένη ‘’υποκειμενική αίσθηση κόπωσης’’ μπορεί να δώσει και η ορθολογική χρήση μπαστουνιών, αξιοποιώντας μυϊκές ομάδες του κορμού και των άνω άκρων ως πρόσθετη παραγωγή ισχύος για ταχύτερη μετατόπιση.
Το βάδην σε έναν αγώνα, θα είναι η ιδανικότερη επιλογή για αθλητές που κινούνται στο βουνό με χαμηλότερη ταχύτητα , που όμως από ένα σημείο και κάτω κρίνεται εξαιρετικά αντιοικονομική. Οι βραδύτεροι αθλητές μπορούν να ευνοηθούν σημαντικά από τη χρήση μπαστουνιών και συγκεκριμένων τεχνικών βάδισης με τη προϋπόθεση να έχουν εξοικειωθεί με αυτές, ανάλογα πάντα με τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους.
Τρέχοντας σε αντιδιαστολή, η συχνότητα διασκελισμού είναι αυξημένη και οι συχνότερες μυϊκές συσπάσεις προκαλούν ευνοϊκότερη αποδόμηση των μεταβολικών υποπροϊόντων από τους εργαζόμενους μύες προς τη κυκλοφορία του αίματος. Το μήκος διασκελισμού στο τρέξιμο είναι πάντα μεγαλύτερο από το διασκελισμό του βάδην. Αιτία, είναι η μετατόπιση όλου του σώματος κατά τη διάρκεια πτήσης, επιπρόσθετα της αιώρησης των ισχύων που συμβαίνει και στο βάδην.
Στη κυρίαρχη άποψη, ότι η αλτική ικανότητα και η δύναμη είναι οι καθοριστικότεροι παράμετροι για τους αγώνες δρόμου, όσο αφορά το βουνό -όπου το έδαφος συνεχώς μεταβάλλεται και πολλές φορές γίνεται ασταθές -πρέπει να προστεθούν και οι αυξημένες απαιτήσεις σε κιναίσθηση. Δεν είναι σπάνιο από ένα λανθασμένο πάτημα να προκληθεί τραυματισμός με τίμημα την εγκατάλειψη του αγώνα. Η εξάσκηση της ιδιοδεκτικότητας είναι σημαντική και προαπαιτούμενη για αξιόλογες επιδόσεις κυρίως σε αθλητές που θα τρέξουν αλλά και σε αθλητές που θα επιλέξουν το βάδην.
Σε παλαιότερη και νεότερη βιβλιογραφία αρκετές έρευνες επιχείρησαν να συγκρίνουν δρομείς, σε διαφορετικές μορφές άσκησης (τρέξιμο,step και βάδην) . Κανένας συσχετισμός δεν βρέθηκε ανάμεσα σε αυτές τις τρεις, διαφορετικές μορφές άσκησης σε επίπεδο οικονομίας της κίνησης. Καμία δε μπορεί να προγνώσει την σωματική επίδοση σε κάποια άλλη λόγο των διαφορετικών χαρακτηριστικών της κάθε μιας χωριστά .
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι επιλεγμένοι βιομηχανικοί και οργανικοί παράμετροι ασκούν το πιο σημαντικό ρόλο στην επιλογή του να τρέχεις ή να βαδίζεις σε ένα δρόμο βουνού. Το ανθρώπινο σώμα, μόνο του θα επιλέγει τον ιδανικότερο τρόπο μετακίνησης ανάλογα με τα έμφυτα (ανθρωπομετρικά) και επίκτητα (προπονησιμότητα) χαρακτηριστικά που διαθέτει.





